Σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα
Ένα από τα κύρια νεύρα που κατευθύνονται στο χέρι, το μέσο νεύρο, στο ύψος του καρπού διέρχεται μέσα από ένα είδος σωλήνα, μαζί με τους εννέα τένοντες που επιτρέπουν την κάμψη των δαχτύλων.
Αυτός ο σωλήνας, το κανάλι του καρπού, είναι ανελαστικός και αποτελείται από τρία οστικά τοιχώματα σκεπασμένα από μια “οροφή” ινώδους σύστασης. Κατά συνέπεια, εάν στο εσωτερικό του παρατηρηθεί αύξηση της πίεσης (γεγονός που μπορεί να συμβεί εξαιτίας της διόγκωσης του συνδέσμου που καλύπτει το κανάλι ή των τενόντων που διέρχονται στο εσωτερικό του), το νεύρο υποφέρει.
Αυτό είναι το φαινόμενο που προκαλεί την εμφάνιση των συμπτωμάτων του συνδρόμου καρπιαίου σωλήνα. Πρόκειται για μια συνήθη πάθηση, αναμφισβήτητα το πιο συχνό από τα λεγόμενα σύνδρομα παγίδευσης περιφερικών νεύρων, ειδικά στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση.
Σε γενικές γραμμές, τα συμπτώματα του συνδρόμου καρπιαίου σωλήνα ξεκινούν σταδιακά, συνήθως με ένα ενοχλητικό μούδιασμα του αντίχειρα, του δείκτη και του μέσου, που παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια της νύχτας ή μετά από μια κουραστική χειρωνακτική δραστηριότητα.
Ο λόγος για τον οποίο εμφανίζεται τη νύχτα είναι απλός: όσο είναι κανείς ξαπλωμένος στο κρεβάτι παρατηρείται αύξηση της κυκλοφορίας του αίματος, με αποτέλεσμα την εμφάνιση οιδήματος, το οποίο αν και συνίσταται στη διόγκωση λίγων μόλις χιλιοστών, είναι δυνατόν να προκαλέσει συμπίεση του νεύρου, λόγω του περιορισμένου διαθέσιμου χώρου.
Τα συμπτώματα του συνδρόμου καρπιαίου σωλήνα περιλαμβάνουν το μούδιασμα και την αίσθηση ότι το χέρι έχει “αποκοιμηθεί”. Μπορεί να εκδηλωθούν όταν κανείς κρατά το ακουστικό του τηλεφώνου ή όταν οδηγεί. Πρόκειται για έναν πόνο που από τον καρπό αντανακλά στην παλάμη, από την πλευρά του αντίχειρα και των τριών πρώτων δαχτύλων, και ενδέχεται να ανεβαίνει και κατά μήκος του βραχίονα.
Εάν η κατάσταση προχωρήσει, είναι δυνατόν να εμφανιστούν και άλλα συμπτώματα, όπως μυϊκή αδυναμία με την τάση να πέφτουν τα αντικείμενα από το χέρι και συνεχής απώλεια της ευαισθησίας των δαχτύλων, σημάδι μιας αρκετά προχωρημένης βλάβης.
Φυσικοθεραπευτική αγωγή
Στις ελαφρές και μέτριες περιπτώσεις μπορεί, επίσης, να βοηθήσει η φυσιοθεραπευτική αγωγή. Ενδείκνυται η προσφυγή στους υπέρηχους, η ιοντοφόρεση και η θεραπεία λέιζερ.
Πρόσφατες μελέτες επιβεβαιώνουν την αποτελεσματικότητα της θεραπείας λέιζερ στη βελτίωση, όχι μόνο της κλινικής εικόνας, αλλά και της αγωγιμότητας των νεύρων, που μετριέται με το ηλεκτρομυογράφημα. Συγκεκριμένα, η θεραπεία με το λέιζερ Nd-YAG υψηλής έντασης (Hilterapia) προσφέρει προηγμένες δυνατότητες, όπως αποδεικνύουν τα αποτελέσματα μιας μελέτης που πραγματοποιήθηκε σε ασθενείς με ελαφρά ή μέτρια συμπτώματα, οι οποίοι επιβεβαίωσαν την αποτελεσματικότητα αυτής της μεθόδου.
Εκτός από τη βελτίωση της κλινικής εικόνας, την ανακούφιση του πόνου, την ανάπτυξη της ευαισθησίας και την αύξηση της δύναμης στα χέρια και στα δάχτυλα, η έρευνα κατέγραψε βελτίωση των χαρακτηριστικών της φλεγμονής, που επαληθεύτηκαν μέσα από τα αποτελέσματα του υπερηχογραφήματος και του ηλεκτρομυογραφήματος. Από την έρευνα διαφαίνεται, επίσης, ότι τα αποτελέσματα της θεραπείας διαρκούν στο χρόνο, ενώ, σε ορισμένες περιπτώσεις, σημειώνεται περαιτέρω κλινική βελτίωση 3 μήνες μετά τη θεραπεία.